Η Γιορτή της Μητέρας με θυμώνει

Σπάω το κεφάλι μου τις τελευταίες μέρες να καταλάβω γιατί δε μου αρέσει καθόλου η Γιορτή της Μητέρας. Είμαι παράξενη? Είμαι ξινή? Είμαι ψυχρή? Όχι, αφού δεν είμαι τίποτα από τα παραπάνω.

Τότε γιατί?

Χτες, σε μια βιωματική συνάντηση με άλλους γονείς, ανήμερα της περίφημης Γιορτής, αγκαλιάστηκα και έκλαψα για ώρα με μια φίλη μου μαμά που βίωσε κι αυτή πρόσφατα απώλεια εγκυμοσύνης. Αφεθήκαμε η μία στην αγκαλιά της άλλης, και κλαίγαμε για ώρα, ενώ οι κοιλιές μας τραντάζονταν η μία πάνω στην άλλη.

Οι άδειες μας κοιλιές.

Οι πονεμένες μας κοιλιές.

Και τότε κατάλαβα. Γιατί αυτή η Γιορτή δε μου λέει τίποτα.

Είναι γιατί αυτό το μαζικό “Χρόνια Πολλά”, που απευθύνεται σε όλες μας τη μέρα αυτή, είναι σαν να μην απευθύνεται σε καμία τελικά.

Γιατί είναι τόσο λίγο, κι είναι τόσο παραπλανητικό.

Γιατί την επόμενη μέρα, όλα γίνονται ίδια ξανά.

Ο πόνος ίδιος, η εξάντληση η ίδια, η μη φροντίδα του εαυτού η ίδια, η αυταπάρνηση η ίδια, η θυσία η ίδια.

Γιατί έτσι είμαστε οι σύγχρονες μανάδες του δυτικού πολιτισμού.

Δεκάδες ρόλοι, γεμάτοι πράξεις, μα με λίγη αυτογνωσία, με λίγη συναίσθηση.

Τα σώματά μας πονάνε, κι αναρωτιόμαστε γιατί.

Αφού όταν έχουμε περίοδο χαπακωνόμαστε με αναλγητικά, και συνεχίζουμε στους ίδιους φρενήρεις ρυθμούς, αντί να σεβαστούμε το αίμα που κυλά από την μήτρα μας, και να καταναλώσουμε τροφές που μας φροντίζουν.

Τα βράδια δεν κοιμόμαστε, κι αναρωτιόμαστε γιατί.

Αφού το τελευταίο πράγμα που κοιτάμε πριν κοιμηθούμε είναι το κινητό μας, αντί να διαβάσουμε ένα βιβλίο και να πιούμε ένα ζεστό χαμομήλι.

Τα δερματικά μας φουντώνουν, κι αναρωτιόμαστε γιατί.

Αφού πασαλείβουμε το δέρμα μας με αντιβιοτικά, αντί να αλαφρύνουμε την ψυχή μας από τα βάρη της, γιατί αυτά είναι η αιτία των δερματικών μας.

Η Γιορτή της Μητέρας με θυμώνει

Ή, ας το πω αλλιώς:

-Πότε ήταν η τελευταία φορά που μαγείρεψες ένα φαγητό με ηρεμία, με αγάπη, εστιασμένη σε αυτό κι όχι και σε χίλια άλλα δυό πράγματα?

-Πότε ήταν η τελευταία φορά που παράτησες τον νεροχύτη γεμάτο κι άραξες σε μια καρέκλα για 10 λεπτά χωρίς να κουνηθείς?

-Πότε ήταν η τελευταία φορά που δεν πήγες το παιδί στην απογευματινή του δραστηριότητα κι αντ’ αυτού πήγατε μια βόλτα?

-Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες μια βόλτα στη φύση, χωρίς να κοιτάξεις το ρολόι ή το κινητό σου?

-Πότε ήταν η τελευταία φορά που χάρισες στον εαυτό σου ένα απόγευμα βαθιάς και ουσιαστικής χαλάρωσης?

-Πότε ήταν η τελευταία φορά που μίλησες με λόγια αυθεντικά κι αληθινά σε μια φίλη σου, που της είπες όλα αυτά που την αφορούν στην ίδια κι όχι σε όλους τους άλλους?

Η εποχή μας δε χαρίζεται στις γυναίκες, δε χαρίζεται στις μητέρες. Και για μας, είναι εύκολο να βρίσκουμε πάντα δικαιολογία την έλλειψη χρόνου, τα παιδιά, τις ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν.

Όμως να ξέρουμε, πως αν δεν αλλάξουμε σύντομα ζωή και προτεραιότητες, δε θ’ αργήσει η μέρα που θα ξυπνήσουμε ένα πρωί και θα μετανιώσουμε για τη ζωή που πέρασε, και δε βιώθηκε αληθινά.

Η αλλαγή της ζωής δεν έρχεται από τη μια μέρα στην άλλη. Όλες μας ψάχνουμε για το μαγικό χάπι που θα μας δώσει ένας ειδικός, ή ακόμα κι ένα ποστ σαν κι αυτό, και θα μας κάνει να τα λύσουμε όλα.

Όμως η αλλαγή θέλει χρόνο. Και θέλει και προσπάθεια, και κόπο, και εστίαση πάντα στον στόχο: Να ζήσουμε μια ζωή αυθεντική.

Θα πέσουμε, θα ξανασηκωθούμε, όλα μέσα στο πρόγραμμα. Αλλά λύσεις υπάρχουν, κι οι δικαιολογίες δεν είναι ποτέ αρκετές: Πάντα θα βρεθεί μια φίλη να κρατήσει το παιδί μας μία στις τόσες για να κάνουμε κάτι για μας . Μπορούμε όλες μας να βρούμε 10 λεπτά μέσα στη μέρα για λίγη γυμναστική, για λίγο περπάτημα.  Μπορούμε να στείλουμε το παιδί για λίγο καιρό με ασιδέρωτα ρούχα στο σχολείο, για να δώσουμε περισσότερο χρόνο στο μαγείρεμα φαγητών θρεπτικών, που θα φέρουν την αγάπη και την καλή μας ενέργεια.

Τι να το κάνω το “Χρόνια Πολλά” μιας κοινωνίας που δε με στηρίζει ποτέ και πουθενά?

Που δε μου δίνει άδειες μητρότητας, που απαιτεί να δουλεύω σαν το σκυλί για ένα ξεροκόμματο, που με θέλει καλοχτενισμένη και καλοφτιαγμένη σαν κούκλα βιτρίνας?

Εγώ θέλω αγκαλιές και κλάματα, θέλω αγάπη και φροντίδα, θέλω όποτε έχω ανάγκη να αφήνομαι, να είμαι αληθινή και να κλαίω όποτε μου ‘ρθει χωρίς να με κοιτάνε όλοι περίεργα. Θέλω να θυμώνω και να το λέω, κι όχι να το πνίγω. Θέλω να αναπνέω στις σχέσεις μου κι όχι να νιώθω εγκλωβισμένη. Θέλω να λέω όχι σε ότι και σε όποιους με ενοχλούν και δε μου ταιριάζουν, και να τους κρατώ έξω απ’ τη ζωή μου.

Θέλω να ζήσω ρε φίλε. Κι όχι απλά να επιβιώσω.

Κρατήστε τις Γιορτές σας, δεν τις χρειάζομαι.

Θέλω πολλά περισσότερα, και πιο ουσιαστικά.

Κι αφού εσείς δε μου τα δίνετε, θα τα βρω μόνη μου.

Κι αν γίνουμε πολλές, κι αλλάξουμε όλες μαζί, παρέα, τότε μπορεί να αρχίσω να γιορτάζω και τη Γιορτή της Μητέρας.

Αλλά μέχρι τότε, μη με ζαλίζετε με αυτήν σας παρακαλώ.

Έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω: Έχω να διεκδικήσω τη ζωή μου.

Θα ‘ρθετε μαζί μου?

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Βρέθηκα πριν λίγες μέρες στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου. Επειδή θα περίμενα για πολλή ώρα, πήρα να διαβάσω ένα γυναικείο περιοδικό μόδας που ήταν ακουμπισμένο στο τραπεζάκι.

Άρχισα να ξεφυλλίζω αργά-αργά τις σελίδες.

Σε κάθε σελίδα ξυπνούσαν αναμνήσεις, κι είδα όλα αυτά που κοιτούσα από μικρό παιδί, τότε που ρουφούσα τα μηνύματα και τα κρυφά νοήματα χωρίς να ξέρω πόσο πολύ θα με πλήγωναν.

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Πόσα χρόνια είχα να πιάσω ένα τέτοιο περιοδικό στα χέρια μου…

Όμως στην εφηβεία μου τα ξεκοκάλιζα. Θυμάμαι για ώρες που καθόμουν και τα διάβαζα, λάτρευα τη μόδα και παρακολουθούσα τις τάσεις με μανία. Μου άρεσαν κυρίως τα ατίθασα ρούχα και μαλλιά, περίεργοι συνδυασμοί που ξεπερνούσαν αυτά που είχε συνηθίσει το μάτι.

Και διάβαζα. Διάβαζα τα άρθρα για ομορφιά, για μαλλιά, για το σώμα. Δεν τα πολυακολουθούσα η αλήθεια είναι, ήμουν πάντοτε πιο πολύ αγοροκόριτσο παρά κοκέτα, αλλά μου άρεσαν, κι ότι μου ταίριαζε το υιοθετούσα: φορούσα περίεργα αρώματα, πολύχρωμα ρούχα, και διένυα την νεότητά μου άλλοτε με θάρρος κι άλλοτε με δειλία. Κυρίως με δειλία.

Θυμάμαι που κοιτούσα και για ώρες το σώμα μου στον καθρέφτη. Ποτέ δε μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Θυμάμαι τις δίαιτες, και τις ανασφάλειες, και τις διατροφικές διαταραχές, και τα ατέλειωτα σκοτεινά βράδια να σκέφτομαι τα αγόρια που αγαπούσα και που δε θα μ’ αγαπούσαν ποτέ αν δεν έχανα 10 κιλά, και δεν είχα πιο μικρή μύτη, και δεν περπατούσα πιο αγέρωχα, και πιο καμαρωτά.

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Και πονάω για εκείνα τα χαμένα χρόνια. Πονάω για τις στιγμές που δεν έζησα με γέλιο, αλλά με πόνο. Πονάω για τα θλιμμένα μάτια μου που ποτέ δεν έμεναν ικανοποιημένα από μένα. Πονάω για τον ατέλειωτο πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη το σώμα μου, το καημένο μου το σώμα, και για τη χαρά που έχασα, για τη χαρά που δεν έζησα.

Και θυμώνω για αυτή τη βιομηχανία που προβάλλει τα λαμπερά κάτασπρα χαμόγελα, τα σαρκώδη χείλη, τις αισθησιακές πόζες, τα γυμνά κορμιά που φωνάζουν σεξ κι όχι ομορφιά, όχι μητρότητα, όχι γαλήνη. Θυμώνω για αυτά τα περιοδικά που ακόμα και σήμερα, τώρα πια το βλέπω καθαρά, προωθούν κάτι ψεύτικο, κάτι που δεν θ’ αγγίξουμε ποτέ εμείς οι γυναίκες, γιατί είναι κάτι που δεν είμαστε εμείς, γιατί εμείς είμαστε πιο άξιες, και πιο σημαντικές, και πιο ικανές, και πιο υπέροχες από 2 στεγνά πόδια κι ένα λάγνο βλέμμα.

Εγώ ξύπνησα κάπου εκεί στα 30 μου χρόνια. Και κατάλαβα πόσο μακριά από την ανθρώπινη ψυχή, από την ουσία της ζωής, από την αληθινή και πηγαία ομορφιά είναι όλα αυτά.

Και κατάλαβα πως η βιομηχανία της λάμψης πατάει πάνω στη γυναικεία ανασφάλεια, στην  ανάγκη μας να αρέσουμε και να είμαστε όμορφες, για να μας διαλύσει. Για να μας πάρει όλα μας τα λεφτά, και να μας κάνει κάποιες άλλες, να μας κάνει κινούμενα κορμιά χωρίς ζωή, χωρίς ψυχή.

Οι εικόνες αυτές είναι παντού, και μας κατακλύζουν, και περνάνε στο υποσυνείδητο άθελά μας, και μετά ό,τι και να δούμε στον καθρέφτη μας, πρόσωπο, στήθος, μπούτια, κοιλιά, ποτέ δεν είναι αρκετά καλά. Δεν είναι εύκολο να τις αποκλείσουμε απ’ τη ζωή μας, αλλά μπορούμε να τις αγνοούμε όσο πιο συχνά γίνεται. Όταν βλέπουμε πολλή χρυσόσκονη και λάγνα χείλια να στρέφουμε το βλέμμα μας αλλού.

Και να ανοίγουμε τα μάτια στην αληθινή ομορφιά:

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Αυτές είναι φωτογραφίες της Jade Beall, μιας Αμερικανίδας που φωτογραφίζει αληθινές κι υπέροχες μητέρες σαν εμάς. Εμένα με βοηθούν πολύ αυτές οι εικόνες, γιατί σε αυτές αντικρύζω και το δικό μου σώμα, και δε νιώθω πια μόνη. Βλέπω πως δεν είμαι μόνο εγώ που δεν έχω τέλειες γραμμώσεις, ή τέλεια δόντια, αλλά είμαστε πολλές, κι είμαστε τόσο μοναδικές μέσα στην αυθεντικότητά μας…

Υπάρχει σήμερα ένα παγκόσμιο κίνημα που υποστηρίζει και προωθεί την αυθεντική και πηγαία γυναικεία υπόσταση. Ας ταχθούμε με αυτό το κίνημα, κι ας αγνοήσουμε τις λαμπερές, τις ψεύτικες καρικατούρες που μας γέμιζαν τύψεις και πόνο τόσα χρόνια…

Ας στρέψουμε το βλέμμα στην αλήθεια, για να βρούμε τη δική μας αλήθεια ξανά.

Συμφωνείτε;

Το ξέχασα το σώμα μου

Καημένο μου σώμα.

Πόσα έχεις αντέξει.

Πόσες εξαντλητικές δίαιτες στην εφηβεία.

Πόση απαξίωση από μένα την ίδια.

Πόσα βλέμματα γεμάτα απογοήτευση, και θυμό, και λύπη βαθιά.

Και πόσα φαγητά που δε σου αρέσουν. Που όμως τα δέχεσαι και τα καταπίνεις με θλίψη, σιωπηλά.

Και πόσες κινήσεις και στάσεις που σε ταλαιπωρούν.

Όσο αντέχεις, τα δέχεσαι όλα. Κι έχεις πολλές αντοχές.

Το ξέχασα το σώμα μου

Δέχεσαι αγόγγυστα όλα μου τα συναισθήματα.

Το άγχος, τη θλίψη, τη μελαγχολία, τα απορροφάς και τα κάνεις δικά σου.

Κι όταν έρχονται η χαρά κι η ηρεμία στη ζωή μου, τις υποδέχεσαι με ενθουσιασμό, και με την κρυφή ελπίδα πως θα μείνουν λίγο παραπάνω αυτή τη φορά.

Πότε-πότε φωνάζεις: Πονάς και μου λες να σε προσέχω.

Όπως με προσέχεις κι εσύ.

Που είσαι το σπίτι μου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο.

Που μ’ έβαλες μέσα σου, και με κουβαλάς, κι ας μη σ’ αγαπώ όσο θα ήθελες.

Όσο σου αξίζει.

Λες και φταις εσύ για τίποτα. Εσύ είσαι το μοναδικό που δε φταις.

Φταίει η κοινωνία, αλλά φταίω κι εγώ.

Που δε σε υπερασπίζομαι και δε σ’ αγκαλιάζω.

Εσένα, που μ’ έκανες μάνα.

Εσένα, που κουβαλάς τους προγόνους μου κι όλη την ιστορία μου.

Που κουβαλάς μέρα-νύχτα την ψυχή μου, και κουβάλησες και το παιδί μου.

Αυτό το σώμα, που τα δίνει όλα για μας, που παλεύει, που πάλλεται κι αναπνέει για μας μέχρι το τέλος.

Που γεννάει τα παιδιά μας.

Δε με νοιάζει αν είναι όμορφο, άσχημο, δε θέλω να του βάλω κανένα επίθετο.

Είναι το σώμα μου. Είναι το σπίτι μου.

Καημένο μου σώμα.

Σε ξέχασα.

Σε πλήγωσα.

Είμαι όμως τώρα πια πρόθυμη να επανορθώσω.

Και θ’ αρχίσω από τις αγκαλιές που σου χρωστώ.

Αγκαλιά στο πρόσωπο. Και μετά στο στήθος. Και στα χέρια. Στα πλευρά, στους αγκώνες, στις παλάμες.

Αγκαλιά στην κοιλιά. Και στα πόδια. Παντού.

Πως αγκαλιάζεις έναν άνθρωπο που σου ‘χει λείψει πολύ; Που θες να του ζητήσεις συγγνώμη, να τον ξαναγνωρίσεις απ’ την αρχή, να ξεκινήσετε ξανά;

Έτσι θα αγκαλιάζω από δω κι εμπρός το σώμα μου. Κάθε πρωί. Και τη νύχτα. Και στη σιωπή. Και θα του μιλάω. Και θα του χαμογελάω.

Θα γίνω ένα με το σώμα μου, ξανά.

Μαζί σαν μια γροθιά, θα νικήσουμε ό,τι μας  πληγώνει.

Και θα βγούμε χέρι-χέρι απ’ το σκοτάδι, στο φως.